- παρεντίθεται
- παρά-ἐντίθημιput inpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόταση — η / πρότασις, άσεως, Ν ΜΑ, και ιων. τ. γεν. ιος, Α [προτείνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προτείνω, το να τείνει κανείς κάτι προς τα εμπρός, προβολή, προέκταση 2. διατύπωση ή υποβολή γνώμης, ευχής, επιθυμίας, αίτησης (α. «πρόταση γάμου» β … Dictionary of Greek
ελκυσμορυθμιστής — ο όργανο που παρεντίθεται στην ροή τών αερίων τής καύσεως, με το οποίο μπορεί να μεταβάλλεται η ταχύτητα τής ροής … Dictionary of Greek
παρέμβλημα — το καθετί που παρεμβάλλεται ή παρεντίθεται κάπου, η παρενθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρεμβάλλω. Η λ. μαρτυρείται από το 1805 στον Αδ. Κοραή] … Dictionary of Greek